- φετινός
- -ή, -ό, Νβλ. εφετινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(ε)φετινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έτος που διανύουμε. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ΄ αυτή τη χρονιά, αυτός που γίνεται φέτος: Οι φετινές εξετάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφετινός — ή, ό και φετινός, ή, ό (ΑΜ ἐφετινός, ή, όν, Μ και ὀφετινὸς και φετινός) [εφέτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τρέχον έτος («φετινή σοδειά») νεοελλ. (κατ επέκτ.) τωρινός, σύγχρονος, καινούργιος μσν. πάπ. ο ηλικίας ενός έτους … Dictionary of Greek
τητάνιος — και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, ον, Α 1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ. β. «σητάνεια κρόμμυα») 2. (για σιτάρι)… … Dictionary of Greek
επιετής — ἐπιετής, ές (Α) φετινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ετής (< έτος)] … Dictionary of Greek
σητανώδης — ῶδες, Α ο τητάνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σητάνιος, άλλο τ. τού τητάνιος «φετινός»] … Dictionary of Greek
τητινός — και δωρ. τ. σατινός, ή, όν, Α 1. φετινός 2. χθεσινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆτες / σῆτες / σᾶτες + κατάλ. ινός (πρβλ. σημερ ινός)] … Dictionary of Greek